μυρμηκικός

μυρμηκικός
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα μυρμήγκια
2. φρ. α) «μυρμηκικό οξύ»
χημ.
το απλούστερο από τα μονοκαρβονικά οξέα, που είναι γνωστό και ως μεθανοϊκό οξύ και που περιέχεται στο σώμα τών μυρμηγκιών και άλλων εντόμων, καθώς και σε μερικά φυτά και σε υγρά, αλλ. φορμικικό οξύ
β) «μυρμηκική αλδεΰδη»
χημ. οργανική ένωση που πρασκευάζεται από την οξείδωση τής μεθυλικής αλκοόλης, είναι αέριο διαλυτό στο νερό, ισχυρό αναγωγικό μέσο και χρησιμοποιείται στη σύνθεση χρωμάτων και στην παρασκευή πλαστικών, αλλ. φορμαλδεΰδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρμηξ, -ηκος «μυρμήγκι». Η λ. μαρτυρείται από το 1802 στον Θ. Ηλιάδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χλωρομυρμηκικός — ή, ό, Ν φρ. «χλωρομυρμηκικό οξύ» χημ. το χλωρανθρακικό οξύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλωρ(ο) * + μυρμηκικός*, αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. (acide) chloroformique] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”